Ο βιρτουόζος της αγάπης

Το μόνο που ήξερε να κάνει καλά ήταν να συνθέτει μουσική.



Οι ήχοι του κόσμου και των ανθρώπων, οι πράξεις τους αποτελούσαν για κείνον δονήσεις. 
Δονήσεις σε μια συχνότητα δική του εσωτερική. 
Τον επηρέαζαν βαθιά. Και τις μετουσίωνε σε νότες. 


Οι νότες χόρευαν στο κεφάλι του, ντύνονταν τα συναισθήματά του, τραγουδούσαν τα βιώματα και την ζωή του.
Ήταν βιρτουόζος στο βιολί. 
Ο καλύτερος, τα τελευταία δύο χρόνια, της μεγαλούπολης που ζούσε. 
Περιζήτητος κι απόμακρος. Τόσο περίεργο το τελευταίο χαρακτηριστικό για έναν άνθρωπο με την δική του ευαισθησία.


Δεν ήταν αντικοινωνικός. 
Αντίθετα στις δημόσιες σχέσεις ήταν πολύ ικανός. Δεν σε άφηνε όμως να τον πλησιάσεις περισσότερο για κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό. 
Σαν να προσέκρουες σ' έναν αόρατο αλλά συμπαγή τοίχο. 
Το μόνο που πρόβαλλε προς τα έξω, ως όφειλε, ήταν το μουσικό του έργο.
Καμία πληροφορία για την προσωπική του ζωή.


Δεν ήξεραν οι θαυμαστές του τον βαθμό, που ένα ζευγάρι βελούδινα καστανά μάτια είχαν φυλακισμένη την ψυχή του. 
Δεν μπορούσαν να ξέρουν πόσο η αύρα τους είχε εμποτίσει το μεδούλι των οστών του.



Κάθε του σύνθεση, που έκανε το κοινό να παραληρεί εκστατικό, παρουσίαζε την κάτοχο αυτών των ματιών.
Την σύστηνε στο ακροατήριό του με καμάρι κι έκδηλη συγκίνηση.

Η μουσική του ήταν η κρυμμένη ταυτότητά της.

Ήταν ο τρόπος που περπατούσε αμέριμνη, ήταν η μελωδική της φωνή, ήταν το άρωμα των μαλλιών της, ήταν το χαμόγελό της, όταν της έφερνε τ'αγαπημένα της λευκά τριαντάφυλλα, ήταν τα μακριά λεπτά της δάχτυλα, ήταν οι φακίδες στο πρόσωπό της.



Τις ώρες που εκτελούσε με δεξιοτεχνία τις δημιουργίες του, τις ώρες που μουσικός κι όργανο γίνονταν ένα, δεν βρισκόταν πια επάνω στην σκηνή. 
Μεταβαλλόταν σ' ένα ταξιδιώτη του χρόνου με άρμα τις νότες.
Ήταν μ' εκείνην. 


Μ' εκείνην στην αγκαλιά του, τυλιγμένοι σε μια ζεστή κουβέρτα μέσα στο αντίσκηνο στην εξοχή, την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος. 

Μ' εκείνην να συναγωνίζονται ποιός θα φτιάξει το καλύτερο πρωινό της μέρας και να σκάνε στα γέλια καθώς ο ένας έβρισκε  τρόπο να σαμποτάρει τις προσπάθειες του άλλου.

Μ'εκείνη να τον παρακολουθεί με λατρεία, πίνοντας το κρασί της, τις φορές που εκείνος έκανε τις απαραίτητες πρόβες και η μουσική του ξεχυνόταν από τις παρτιτούρες σε όλο το σπίτι.


Μ' εκείνη την ημέρα που η αγάπη τους διαιρέθηκε στα τρία και ταυτόχρονα πολλαπλασιάστηκε στο άπειρο όταν γεννήθηκε η κόρη τους.


Κι ήταν το έντονο χειροκρότημα, η αποθέωση του κόσμου που τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Τα εκατοντάδες μπράβο και τα επιφωνήματα θαυμασμού που διέκοπταν το ταξίδι του.


Επιστρέφοντας στο σπίτι του μετά από το τέλος κάθε συναυλίας, αφού είχε αποφύγει μ'ευγένεια προσκλήσεις φίλων του για λίγη διασκέδαση, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να τρέξει στο παιδικό δωμάτιο. 
Να νιώσει την απαλή ανάσα, ν'αφήσει ένα ζεστό φιλί στο τρυφερό μέτωπο, να κρατήσει το μικροσκοπικό χεράκι μέσα στο δικό του.


Να προλάβει τους πιθανούς εφιάλτες και να τους ξορκίσει με το δικό του νανούρισμα που μέσα του είχε κλείσει την αγάπη και την λαχτάρα για δύο. 

Κι όταν το ξημέρωμα φώτιζε δειλά το υπνοδωμάτιο, όταν οι ήχοι της πόλης έπαιρναν να δυναμώνουν αφού άφηνε το παιδί τους σε ασφαλή χέρια, έφευγε από το σπίτι. 


Αγόραζε ένα λευκό, ολόφρεσκο τριαντάφυλλο και πιστός στο ραντεβού του μ' εκείνην περνούσε την πόρτα του κοιμητηρίου.

Είχε κάθε φορά τόσα να της διηγηθεί...  
Και κυρίως να της πει για το φως που διέλυε την σκοτεινιά μέσα του. 


Για το φως που μεγάλωνε και δυνάμωνε στο σπίτι τους.

                             Λίκνον


Photo found on Internet

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο