Η Μάνα

(...)
  Η μάνα του τον άκουγε κι έσκυβε θλιμένα το κεφάλι.Ένιωθε να την πλημμυρίζει ένα αίσθημα καινούριο,άγνωρο,έναν πόνο που γειτόνευε με τη χαρά,κι αυτό το αίσθημα χάιδευε απαλά την πονεμένη καρδιά της.ήταν η πρώτη φορά που άκουγε κάποιον να μιλάει έτσι γι'αυτήν την ίδια και για την ζωή της,κι αυτά τα λόγια ξυπνούσαν μέσα της σκέψεις αόριστες,κοιμισμένες από καιρό,ξαναζωήρευαν απαλά το σβησμένο αίσθημα του σκοτεινού παράπονου της άχαρης ζωής της,ξαναζωντάνευαν στοχασμούς και θύμησες από τα μακρινά νιάτα της.Αντιστόρησε τα παιδικά της χρόνια με τις φιλενάδες της,μίλησε ώρα πολλή για όλα,μα σαν όλους τους άλλους δεν ήξερε κι αυτή παρά μονάχα να παραπονιέται.Κανένας δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί η ζωή ήταν τόσο οδυνηρή και τόσο δύσκολη.

 Και να τώρα,που ο γιος της ήταν καθισμένος αντίκρυ της και όσα λέγαν τα μάτια του,το πρόσωπό του,όλα,της άγγιζαν την ψυχή,την πλημμύριζαν περηφάνεια για έναν γιο που καταλάβαινε τόσο καλά τη ζωή της μητέρας του,που της μιλούσε για τα βάσανά της,που τη λυπόταν.


Τις μάνες δεν τις λυπάται κανείς.


Painting  by Boris Dimitrievich Grigoriev

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο