Virginia Woolf, «Εικόνες τρεις», μετάφραση Γιώργος Δέλιος, Μικρή Ανθολογία Ξένων Διηγημάτων, σειρά δευτέρα, έκδοσις Εκλογής, χ.τ.έ., χ.χ.έ., σσ. 67-70

Εικόνες τρεις

Πρώτη εικόνα

Είναι αδύνατο να μη βλέπει κανείς εικόνες, γιατί αν ο πατέρας μου ήταν σιδεράς κι ο δικός σας προύχοντας, πρέπει αφεύχτως νάχουμε την εικόνα από τον καθένα. Δεν είναι δυνατό να ξεφύγουμε από το πλαίσιο της εικόνας, χρησιμοποιώντας λέξεις. Με βλέπεις να ακουμπώ στην πόρτα του σιδεράδικου κρατώντας ένα πέταλο στο χέρι και σκέφτεσαι καθώς περνάς: Πόσο γραφικό! Κι εγώ βλέποντας να κάθεσαι έτσι τόσο άνετα στ' αμάξι σου, σχεδόν σα να πηγαίνεις να χαιρετήσεις με υπόκλιση τα πλήθη, σκέφτομαι την εικόνα από την παλιά σπάταλη αριστοκρατική Αγγλία. 'Eχουμε κι οι δυο μας άδικο στις κρίσεις μας, χωρίς αμφιβολία, όμως αυτό είναι αναπόφευχτο. 'Eτσι τώρα στη στροφή του δρόμου είδα μια απ' αυτές τις εικόνες. Θα μπορούσε κανείς να τις ονομάσει "Ο γυρισμός του Ναύτη" ή κάτι τέτοιο. 'Eνας ωραίος νέος ναύτης που κρατούσε έναν μπόγο· μια κοπέλα με το χέρι στο μπράτσο του· γειτόνοι συναγμένοι γύρω· ένα φωτεινό σπιτάκι με περιβόλι και με λουλούδια· καθώς περνούσε κανείς διάβαζε στο βάθος από κείνης την εικόνα πως ο Ναύτης γύριζε από την Κίνα, και πως τον περίμενε μια ωραία στρωματσάδα στη σάλα· κι είχε ένα δώρο για τη γυναικούλα του μέσα στον μπόγο· κι εκείνη τοιμαζόταν να του φέρει το πρώτο παιδί. Το κάθε τι ήταν σωστό και καλό, κι όπως θάπρεπε νάναι, έλεγε κανείς για κείνη την εικόνα.
Υπήρχε κάτι το εύρωστο και το ικανοποιητικό στο αγνάντεμα μιας τέτοιας ευτυχίας· η ζωή έμοιαζε γλυκύτερη και πιο ζηλευτή από πρωτύτερα.
Μ' αυτούς τους λογισμούς τους προσπέρασα, συμπληρώνοντας όσο μπορούσε πιότερο κι ολότελα την εικόνα, σημειώνοντας το χρώμα της φορεσιάς της, των ματιών του, κοιτάζοντας την αμμουδερή γάτα να κλωθοτυλίγεται στην πόρτα του μικρού σπιτιού.
Για λίγη ώρα η εικόνα επέπλεε στα μάτια μου κάνοντας όλα να φαίνονται πιο λαμπρά, πιο ζεστά και πιο απλά από το συνηθισμένο: κάνοντας μερικά πράγματα να φαίνονται ανόητα· μερικά πράγματα άτοπα, κάποια πράγματα σωστά και από άλλες φορές πιο μεστά από νόημα.
Σε αργόσχολες στιγμές την ημέρα εκείνη και την άλλη, η εικόνα ξαναγύριζε στο νου, κι ανανογούνταν κανείς ζηλότυπα, όμως με καλοσύνη, τον ευτυχισμένο ναύτη και τη γυναίκα του. Ήθελε κανείς πολύ να μάθει τι έκαναν, τι έλεγαν τώρα. Η φαντασία πρόσφερε άλλες εικόνες που αναπηδούσαν από την πρωτινή, μιαν εικόνα με το ναύτη που σκίζει ξύλα, που βγάζει νερό· και μιλούσαν για την Κίνα· κι η κοπέλα έστηνε το δώρο πάνω στο τζάκι, ώστε καθένας που θα έμπαινε να μπορούσε να το δει· κι έραβε τα φορέματα του μωρού, κι όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά στην πλευρά του περιβολιού, έτσι που τα πουλιά φτερούγιζαν κι οι μέλισσες βομβούσαν και ο Ρότζερς - έτσι λέγονταν - δεν μπορούσε να πει πόσο του άρεζαν όλα αυτά ύστερα από τα πέλαγα της Κίνας.

 

Η δεύτερη εικόνα


Τα μεσάνυχτα ένα ξεφωνητό αντιλάλησε πάνω από το χωριό. Ύστερα ένας θόρυβος από κάτι τσακώματα· κι ύστερα νεκρική σιωπή. Ό,τι μπορούσε να φανεί έξω από το παράθυρο ήταν το κλαδί της πασχαλιάς, που έγερνε βαρύ κι ανίκητο κατά τη μεριά του δρόμου. Ήταν μια ζεστή ήρεμη νύχτα, μια νύχτα αφέγγαρη. Το ξεφωνητό προμηνούσε κάτι τι φοβερό. Ποια είχε φωνάξει; Γιατί είχε φωνάξει; Ήταν μια γυναικεία φωνή, βγαλμένη από ένα έσχατο πάθος, σαν ξεφωνητό σχεδόν δίχως γένος, σχεδόν ανέκφραστο. Ήταν σαν ένα ανθρώπινο πλάσμα να είχε ξεφωνήσει για κάποια αδικία, για κάποια ανείπωτη φρίκη. 'Eγινε νεκρική σιωπή. Τα άστρα όλο και αστραφτοκοπούσαν. Οι κάμποι κείτονταν ακίνητοι. Τα δέντρα ήταν ακίνητα. Κι όμως, όλα έδειχναν υπαίτια, ένοχα, σα να προμηνούσαν κακό. 'Eνιωθε κανείς πως κάτι έπρεπε να γίνει. Κάποιο φως έπρεπε να φανεί τρεμουλιαστό, ταραγμένο. Κάποιος έπρεπε να φτάσει ως τη δημοσιά τρεχάτος. Θάπρεπε νάναι φώτα στα παράθυρα απ' το σπιτάκι. Και ύστερα ίσως άλλο ένα ξεφωνητό, μα λιγότερο ακαθόριστο στο γένος, λιγότερο άναρθρο, παρηγορημένο, καταπραϋμένο. Όμως δε φάνηκε κανένα φως. Δεν ακούστηκε καμιά περπατησιά. Δεν ακούστηκε κανένα δεύτερο ξεφωνητό. Το πρώτο καταχωνιάστηκε και έγινε νεκρική σιωπή. 'Eστεκε κανείς μες στο σκοτάδι κι άκουε εντατικά. Ήταν μονάχα μια κραυγή. Με τίποτε δεν μπορούσε να τη συσχετίσει κανείς. Καμιά εικόνα, όποιας λογικής, δεν ήρθε να την ερμηνεύσει, να την κάνει νοητή στο νου. Μα καθώς σηκωνόταν πια το σκοτάδι, έβλεπε κανείς ένα θαμπό ανθρώπινο σχήμα, σχεδόν δίχως μορφή. να σηκώνει μάταια ένα γιγάντιο μπράτσο ενάντια κάποιας καταθλιπτικής αδικίας.

 

Η τρίτη εικόνα


Ο ωραίος καιρός έμενε αμετάβλητος. Αν δεν ήταν εξ αιτίας κείνης της μοναδικής κραυγής μέσ' τη νύχτα θάλεγε κανείς πως η γη είχε ζητήσει άσυλο· πως η ζωή είχε πάψει να προχωρεί μπροστά απ' τον αγέρα· πως είχε αράξει σ' ένα ήρεμο λιμάνι, κι έμενε εκεί με ριγμένη την άγκυρα αργοσάλευτη πάνω στα ήσυχα νερά. Μα ο αχός επέμενε. Όπου κι αν πήγαινε κανείς - μπορεί για μακρινό περίπατο στα βουνά - κάτι έμοιαζε να ανταριάζει το βυθό, κάνοντας τη γαλήνη, την ολοτρόγυρα ακινησία να μοιάζει κάπως αφύσικη. Υπήρχαν πρόβατα συναγμένα στην πλαγιά του βουνού. Ο κάμπος έσπαζε σε μακρές κυματοειδείς πτυχώσεις που έμοιαζαν με απαλές υδατοπτώσεις. 'Eφτανε κανείς σε ερημικά αγροκτήματα. Το κουτάβι τυλίγονταν ολοτρόγυρα στην αυλή. Οι πεταλούδες σκιρτούσαν πάνω από τα αγκαθωτά λουλούδια. Όλα ήταν τόσο ήσυχα όσο μπορούσαν νάναι ασφαλή. Κι όμως σκέπτονταν κανείς: μια κραυγή τ' ανατάραζε. Όλη τούτη η ομορφιά ήταν συνένοχη κείνη τη νύχτα· είχε συγκατανεύσει να μείνει ήρεμη, να είναι μολοντούτο ωραία. Όποια στιγμή θα μπορούσε να ξαναδιχαστεί τούτη η καλοσύνη. Τούτη η σιγουριά ήταν μονάχα στην επιφάνεια.
Κι ύστερα για να λυτρωθεί κανείς από τούτη την διάθεση της φοβίας, γύριζε πίσω στην εικόνα της παλινόστησης του ναύτη. Την ξανάβλεπε ολάκερη να παρουσιάζει ποικίλες μικρολεπτομέρειες - το μπλάβο χρώμα της φορεσιάς της, τη σκιά που έπεφτε από το κίτρινο ανθισμένο δέντρο - που δεν τόβλεπε πριν. Έτσι είχε σταθεί στην πόρτα του μικρού σπιτιού· εκείνος με το μπόγο στη ράχη, εκείνη ακρακουμπώντας με το χέρι το μανίκι του. Και μια αμμουδερή γάτα είχε ξεπορτίσει. Καθώς βαθμιαία ξανάφερνε πίσω την εικόνα σε κάθε λεπτομέρεια, πήγαινε κανείς να πείσει σιγά - σιγά τον εαυτό του πως ήταν πολύ πιθανόν πως τούτη η γαλήνη, η ευχαρίστηση και η καλή προαίρεση θα στέκονταν κάτω απ' την επιφάνεια παρ' ο,τιδήποτε άλλο δόλιο και καταστροφικό. Τα πρόβατα που έβοσκαν, οι κυματισμοί του κάμπου, το αγρόκτημα, το κουτάβι, ο χορός από τις πεταλούδες, ήταν στ' αλήθεια σαν κάτι απ' όλα αυτά. Κι έτσι ξαναγύριζε κανείς στο σπίτι του με το μυαλό καρφωμένο στο ναύτη και τη γυναίκα του, συνθέτοντας από δαύτους κι άλλες πολλές εικόνες, τη μια κατόπι στην άλλη, εικόνες έτσι που οι εικόνες ευτυχίας και ευχαρίστησης να μπορούσαν να τοποθετηθούν πάνω από κείνο το ανήσυχο, κείνο το απαίσιο ξεφωνητό, ώσπου να το κατατσακίσουν και να το καταχωνιάσουν κάτω από την πίεση της ύπαρξής τους.
Τέλος εδώ ήταν το χωριό και ο αυλόγυρος της εκκλησιάς που έπρεπε να τον διαπεράσουν· και καθώς έμπαινε κανείς έκανε την ίδια σκέψη του ήρεμου τόπου με τα σύσκια κυπαρίσσια, με τις γλυμμένες ταφόπετρες, τους ανώνυμους τάφους. 'Eνιωθε κανείς πως είναι χαρούμενος ο θάνατος εδώ. Κι αλήθεια· κοιτάχτε την εικόνα. 'Eνας άνθρωπος έσκαβε έναν τάφο, και τα παιδάκια έπαιζαν παράπλευρα όταν εκείνος δούλευε. Καθώς πετιούνταν πάνω οι φτυαριές με το κοκκινόχωμα, τα παιδάκια κυλιούνταν τριγύρω κι έτρωγαν ψωμί και γλυκό, κι έπιναν γάλα με μεγάλα κύπελλα. Η γυναίκα του νεκροθάφτη, μια παχιά ομορφογυναίκα, είχε στηρίξει το κορμί της πάνω σε μια ταφόπετρα κι άπλωνε την ποδιά της, σαν να την έκανε στρωσίδι πάνω στο γρασίδι, πάνω στον ανοιχτό τάφο. Κάποιοι σβώλοι από άργιλο έπεφταν ανάμεσα στα σκεύη του τσαγιού. Ποιον θα έθαβαν; αναρωτήθηκα. Τάχα να πέθανε πια ο γέρο Ντότσον; "Α, όχι, είναι για τον νέο Ρότζερς, το ναύτη", απάντησε η γυναίκα, κοιτάζοντάς με. "Πέθανε προψές βράδυ από κάποιο εξωτικό πυρετό. Δεν άκουσες τη γυναίκα του; Πετάχτηκε στο δρόμο και ξεφώνιζε…" Σιγά, Τόμμυ, είσαι μέσ' τα χώματα!

Τι εικόνα παρίστανε!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο